τοσαύτην

τοσαύτην
τοσοῦτος
so large
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • SYSIMETHRES — Persarum satrapa fuit, qui duos ex matre liberos suscepit. Nam, auctore Qu. Cuttiô, apud Persas partentibus stuprô coite cum liberis fas est, l. 5. c. 1. Infandum scelus, et per quod iure gentium incestus committtur, leg. sin. de R. N. sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TESTACEA — in Aquatilibus, lepas, ostrea, conchae, cochleae; sicut crustata, cancer, pagurus, maia, locusta etc. Homini inserviunt, ad cibum, ut ostrea: ad ornatum, ut conchylia et murices, unde purpura; pinnae item, unde margaritae eruuntur: ad suffitum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα …   Dictionary of Greek

  • λιγοστός — και ολιγοστός ή, ό (AM ὀλιγοστός ή, όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, ή, όν, Μ και λιγοστός, ή, όν) ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει… …   Dictionary of Greek

  • συμπλείονες — και συμπλέονες, ουδ. συμπλέονα, Α περισσότεροι μαζί («εἶναι δὲ τοσαύτην τὴν ἰσχὺν ὥστε ἑκάστου μὲν καὶ ἑνὸς καὶ συμπλειόνων κρείττω τοῡ δὲ πλήθους ἥττω», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλείων*, πλείονες συγκρ. τού πολύς] …   Dictionary of Greek

  • συμπολιτεύομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης] νεοελλ. 1. ανήκω στην συμπολίτευση 2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον μσν. αρχ. 1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον 2. είμαι στενά συνδεδεμένος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • ωμότητα — η / ὠμότης, ητος, ΝΜΑ [ὠμός] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ωμού 2. μτφ. αγριότητα, σκληρότητα, απανθρωπιά (α. «φέρθηκε με ωμότητα» β. «τοσαύτην...ὠμότητα καὶ πικρίαν ἀπεδείξατο» Πλούτ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη («οι ωμότητες τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”